Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 46 εγγραφές  [0-20]


  • αγάμητος , η, ο [ἀγάμητος] α-γά-μη-τος επίθ. (λ. ταμπού): που δεν έχει σεξουαλική ζωή για ένα διάστημα και κατ' επέκτ. εκδηλώνει στρυφνή και παράξενη συμπεριφορά. Πβ. (σεξουαλικά) στερημένος. [< αρχ. ἀγάμητος 'άγαμος']
  • αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]
  • γαμήσι γα-μή-σι ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού) 1. συνουσία. ΣΥΝ. πήδημα (2) 2. (μτφ.) πολύ δύσκολο, απαιτητικό ή κουραστικό έργο. Βλ. αγγούρι. [< μεσν. γαμήσει, τό < αρχ. γαμήσειν]
  • γαμησιάτικα γα-μη-σιά-τι-κα ουσ. (ουδ.) (τα) & γαμισιάτικα (λ. ταμπού): κυρ. στη ● ΦΡ.: πληρώνω (τα) κερατιάτικα/γαμησιάτικα βλ. πληρώνω
  • γαμιάς γα-μιάς ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού): άνδρας που φημίζεται για τις συχνές ερωτικές του επαφές και τις σεξουαλικές του επιδόσεις· κατ' επέκτ. μάγκας, παλικαράς. Πβ. επιβήτορας. Βλ. -ιάς1. [< μεσν. γαμέας]
  • γαμιόλης, γαμιόλα γα-μιό-λης ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λ. ταμπού): υβριστικός χαρακτηρισμός.
  • γαμώ [γαμῶ] γα-μώ ρ. (μτβ.) {γαμ-άς, -ά κ. -άει, -ώντας | γάμ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ημένος} & γαμάω (λ. ταμπού) 1. έρχομαι σε σεξουαλική επαφή. Πβ. (απ)αυτώνω, πηδώ, συνουσιάζομαι. 2. (μτφ.) υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρία, εξουθενώνω. Πβ. ξεθεώνω, ξεπατώνω. ● Μτχ.: γαμημένος , η, ο 1. (για δήλωση αγανάκτησης, οργής) άτιμος, καταραμένος: ~ος: καιρός. ~η: ζέστη. Πβ. αναθεματισμένος. 2. ως υβριστικός χαρακτηρισμός. ● ΦΡ.: (και) γαμώ (νεαν. αργκό-επιτατ.): ως έκφραση θαυμασμού για κάτι πολύ καλό ή ωραίο., άντε (και)/ά(ι) γαμήσου/πηδήξου! & δε γαμιέσαι; & δεν πας να γαμηθείς/πηδηχτείς & να πας να γαμηθείς/πηδηχτείς! (υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης, οργής ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., γαμάει και δέρνει (μτφ.-αργκό) 1. συμπεριφέρεται αυθαίρετα και αλαζονικά. 2. & γαμάει: (εμφατ.) είναι εξαιρετικός, έχει μεγάλη επιτυχία., γάμησέ τα/γάμα τα (προφ.): για δήλωση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης ή απόγνωσης: ~ ~ φίλε, μπερδεμένη υπόθεση/μεγάλη ιστορία. Πβ. άστα (να πάνε)., γαμώ τα παιδιά/τα άτομα & και γαμώ τα παιδιά/τα άτομα (νεαν. αργκό-επιτατ.): πολύ συμπαθητικός, αξιόλογος άνθρωπος, πολύ καλό παιδί., γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου (υβριστ.): λέγεται για να δηλωθεί πολύ μεγάλη οργή., γαμώ τον/την/το ...: για έκφραση αγανάκτησης, θυμού: ~ την ατυχία/την κοινωνία μου., δε γαμιέται & δε γαμείς (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, απαξίωσης ή παραχώρησης: ~ ~! Ένα όνειρο ήταν και πέρασε! Πβ. δε βαριέσαι. Βλ. μην το/την ψάχνεις.|| ~ ~! Ας το κάνουμε κι ό,τι γίνει!, δεν μας γαμάς/χέζεις; & χέσε μας! (προφ.): ως έκφραση έντονης ενόχλησης, για δήλωση αποδοκιμασίας. Πβ. (άι) παράτα με!/δεν με παρατάς!, τη γάμησα/την έχω γαμήσει (νεαν. αργκό): βρίσκομαι σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Πβ. την κάτσαμε (τη βάρκα)., γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι [< 1: αρχ. γαμῶ, αρχική σημ. ‘νυμφεύομαι, παντρεύομαι’]
  • καύλα καύ-λα ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού) 1. σεξουαλική διέγερση ή έντονη επιθυμία για σεξουαλική επαφή: Έχει ~ες. Πβ. καύλωμα, σηκωμάρα, στύση. Βλ. ηδονή, λαγνεία. 2. (μτφ.) ωραία γυναίκα ή ωραίος άνδρας· κάτι που προκαλεί μεγάλο ενθουσιασμό σε κάποιον, που του αρέσει πολύ. 3. (μτφ.) λαχτάρα, πάθος: Έχει ~ με τα/η ~ του είναι τα αυτοκίνητα. Πβ. κάψα, μανία, τρέλα.
  • καυλί καυ-λί ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού): βάλανος· κυρ. κατ' επέκτ. πέος. ΣΥΝ. πούτσος, ψωλή [< μτγν. καυλίον ‘μικρό καλάμι’]
  • καυλιάρης, καυλιάρα καυ-λιά-ρης ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λ. ταμπού): πρόσωπο με συχνή και έντονη επιθυμία για συνουσία. Πβ. φιλήδονος.
  • καυλιάρικος , η, ο καυ-λιά-ρι-κος επίθ. (λ. ταμπού): που προκαλεί, έχει ή φανερώνει έντονη επιθυμία για συνουσία. ● επίρρ.: καυλιάρικα
  • καύλωμα καύ-λω-μα ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού): καύλα.
  • καυλώνω καυ-λώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καύλω-σα, -μένος, καυλών-οντας} (λ. ταμπού) 1. έχω σεξουαλική διέγερση ή έντονη επιθυμία για σεξουαλική επαφή. 2. ερεθίζω σεξουαλικά κάποιον. Πβ. διεγείρω. 3. (μτφ.) εκδηλώνω έντονη και ξαφνική επιθυμία ή υπέρμετρο ενθουσιασμό για κάτι. [< μεσν. καυλώνω]
  • κλαψομούνης, κλαψομούνα κλα-ψο-μού-νης ουσ. (αρσ. + θηλ.) (αργκό-λ. ταμπού): άτομο που γκρινιάζει διαρκώς για τα προβλήματά του, συνήθ. συναισθηματικά ή ερωτικά. Πβ. γκρινιάρης, κλάψας, κλαψιάρης.
  • κουράδα κου-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (λ. ταμπού): σκατό. Πβ. κακά, κόπρανα.|| (κ. υβριστ., συνήθ. για πρόσ. ή πράγμα) ΣΥΝ. κουράδι (1)
  • κουράδι κου-ρά-δι ουσ. (ουδ.) 1. (λ. ταμπού) κουράδα. 2. (στην κρητική διάλεκτο) κοπάδι· (στον πληθ.) πρόβατα. ● Υποκ.: κουραδάκι (το): στη σημ. 1. [< μεσν. κουράδιον]
  • κωλάντερο κω-λά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού): το ορθό (έντερο). [< μεσν. κωλέντερο, κωλόντερον]
  • κωλί κω-λί ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού): κώλος.
  • κωλοδάχτυλο κω-λο-δά-χτυ-λο ουσ. (ουδ.) (λ. ταμπού): άσεμνη χειρονομία με τεντωμένο το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
  • κωλομέρι κω-λο-μέ-ρι ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (λ. ταμπού): γλουτός· (στον πληθ.) οπίσθια. Πβ. καπούλια, κώλος. [< μεσν. κωλόμερο]

αγγούρι

αγγούρι [ἀγγούρι] αγ-γού-ρι ουσ. (ουδ.) {αγγουρ-ιού} 1. μακρύ συνήθ., κυλινδρικό και σαρκώδες λαχανικό με πράσινο φλοιό που τρώγεται ωμό (κυρ. σε σαλάτα) ή γίνεται τουρσί: δροσιστικό ~. Εκχύλισμα/φέτες/φλούδα ~ιού. Τρυφερά ~ια. ~ια θερμοκηπίου. Βλ. ξυλ-, πικρ-άγγουρο. 2. (αργκό) για κάθε δύσκολη κατάσταση: Εδώ είναι το ~. Η δουλειά/ζωή είναι ~. Πολύ ~ αυτή η υπόθεση. Από δω και πέρα θα δεις τ' ~ια! Τα βρήκε ~ια (= σκούρα, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες). ΣΥΝ. ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4), παλούκι (2) 3. {μόνο πληθ.} (αργκό) επιφώνημα απαξίωσης γι' αυτά που ισχυρίζεται, υποστηρίζει ο συνομιλητής. 4. (ευφημ.-αργκό) πέος. ● Υποκ.: αγγουράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αγγούρι της θάλασσας: ΖΩΟΛ. ολοθούριο. [< αγγλ. sea cucumber] ● ΦΡ.: σαν αγγούρι (μτφ.-προφ.): αδέξια, άκομψα· σπανιότ. ακοινώνητα: ψυχρός ~ ~. Περπατάει/στέκεται/χορεύει ~ ~., ξεβράκωτος στ' αγγούρια βλ. ξεβράκωτος [< μεσν. αγγούριν]

ηδονή

ηδονή [ἡδονή] η-δο-νή ουσ. (θηλ.) 1. αίσθημα ευχαρίστησης και απόλαυσης από την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής: ερωτική/σαρκική/σεξουαλική/σωματική ~. Βλ. φιληδονία. 2. (μτφ.) έντονη ευχαρίστηση, τέρψη: πνευματική/υπέρτατη/ψυχική ~. Επίγειες/υλικές ~ές. Η ~ της εξουσίας/της ταχύτητας. Οι ~ές της ζωής. ● ΣΥΜΠΛ.: ρίγη ηδονής βλ. ρίγος, σκεύος ηδονής βλ. σκεύος [< αρχ. ἡδονή]

-ιάς1

-ιάς1: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για δήλωση επαγγελματικής ιδιότητας ή άλλου χαρακτηριστικού: σκαφτ~. Πβ. -ουργός.|| (μειωτ.) Γραφ~ (βλ. γραφ-έας).|| Φον~.

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

μη & μην

μη & μην μόρ. (αρν.) {μην πριν από φωνήεν ή από τα σύμφωνα: κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ξ, ψ} 1. (σε προτάσεις επιθυμίας ή επιφωνηματικές με ρήματα· συχνά προηγείται το ας ή το να:) δηλώνει απαγόρευση, αποτροπή ή παραίνεση: ~ ρίχνετε σκουπίδια στους δρόμους. ~ πεις λέξη. ~ μ' αγγίζεις! Να ~ με πάρεις τηλέφωνο ούτε να μου στείλεις μήνυμα. Αν είσαι άρρωστος, ~ έρθεις στη δουλειά. ~ ξεχάσω να του ευχηθώ για τη γιορτή του. ~ βιάζεσαι να μεγαλώσεις. ~ χαθούμε πάλι. Να τρως και να ~ μένεις νηστικός. ~ μ' αφήσεις ποτέ! ~ κλαις! Ας ~ χάνουμε χρόνο! Ας ~ κρυβόμαστε.|| (στον ελλειπτ. λόγο:) Άστο, ~! Σταμάτα, ~! ~ φεύγεις, όχι ~! Όλο διαταγές είναι και ~ (ενν. κάνεις) αυτό ~ εκείνο. 2. (σε προτάσεις επιφωνηματικές) δηλώνει ευχή, απευχή, κατάρα, όρκο ή απειλή: Μακάρι να ~ σε γνώριζα ποτέ! Να ~ σου τύχει ποτέ κάτι τέτοιο! Να ~ δεις ποτέ καλό από τα παιδιά σου! ~ σώσει και ... Να ~ προλάβω να γεράσω, αν λέω ψέματα! Να ~ τον δω μπροστά μου!|| (παραχώρηση) Ας ~ του είχα υποχρέωση και θα σου έλεγα εγώ ... 3. (συνήθ. προηγείται το να:) για τον σχηματισμό της άρνησης σε δευτερεύουσες προτάσεις: Τι να προσέξουμε για να ~ πάρουμε κιλά στις διακοπές. Πρέπει να ~ μάθει τίποτα. Δεν γίνεται να ~ έρθεις. Θα το πω κι ας ~ με πιστέψεις. Θα συνεχίσω τις προσπάθειες, ώσπου να ~ αντέχω άλλο. Υπάρχει κάτι που να ~ σου αρέσει; Απορώ γιατί να ~ θέλει να έρθει μαζί μας. Είναι δικό του το λάθος, όσο και να ~ το παραδέχεται. Έκανε σαν να ~ είχε συμβεί τίποτα. Τα νέα μέτρα ενδέχεται όχι μόνο να ~ λύσουν, αλλά και να επιτείνουν το αδιέξοδο. Βλ. δεν. 4. εισάγει δευτερεύουσα ενδοιαστική πρόταση: Φοβάμαι ~ τον χάσω. Ανησυχεί ~ τυχόν και δεν προφτάσει.|| Πολλοί άνθρωποι δεν λένε όχι από φόβο ~ δυσαρεστήσουν τους άλλους. Πβ. μήπως. 5. (μόνο το μη, με ονοματικούς τ. ή μετοχές ενεργητικού ενεστώτα) δηλώνει αντίθετη έννοια από αυτή που εκφράζει η λέξη με την οποία συνεκφέρεται: ~ βία. ~ καπνιστής. ~ κερδοσκοπικός οργανισμός. Αλφαβητικός κατάλογος ~ δημόσιων (= ιδιωτικών) σχολείων. ~ καταβληθείσες εισφορές. ~ ασφαλή προϊόντα. Οι ~ εγγεγραμμένοι. ~ εκτέλεση δρομολογίων. Καθίσματα για καπνίζοντες και ~. Στεκόταν ακίνητος ~ μπορώντας (: χωρίς να μπορεί) να αντιδράσει. 6. (απολύτως ως επιφών.) δηλώνει απαγόρευση ή αποτροπή: ~, για όνομα του Θεού! 7. (λαϊκό) εισάγει ευθείες ερωτήσεις και δηλώνει απορία, άγνοια: ~ τον άκουσες να έρχεται; ~ έπαθε τίποτα; Πβ. μήπως, μπας και. ● Ουσ.: μη (τα): απαγορεύσεις: τα πρέπει και τα ~. ● ΦΡ.: μη το ένα μη το άλλο: για να δηλωθούν συνεχείς και ενοχλητικές απογορεύσεις., (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, ... και μη βλ. και, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, θέλοντας ή μη/και μη βλ. θέλω, μη μου άπτου βλ. άπτεται, μη μου πεις ότι ... βλ. λέω, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! βλ. λέω, μην το λες βλ. λέω, ο μη γένοιτο βλ. γένοιτο [< μεσν. μην < αρχ. μή, 5: αγγλ. non]

πληρώνω

πληρώνω πλη-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πλήρω-σα, πληρώ-σει, -θηκα (λόγ. μτχ. πληρω-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, πληρών-οντας, πληρω-μένος} & (λαϊκό) πλερώνω 1. καταβάλλω συνήθ. χρήματα, σε αντάλλαγμα για την αγορά προϊόντος, την παροχή υπηρεσίας, την εξόφληση χρέους ή αμείβω: ~ το εισιτήριο. Δεν χρειάζεται να ~σεις, κερνάω εγώ. Αγόρασε τόσα πράγματα, χωρίς να ~σει (δεκάρα/τίποτα) (= τζάμπα). ~ει όσο όσο, προκειμένου να αποκτήσει ... ~σε τα μαλλιά της κεφαλής του/τα μαλλιοκέφαλά του. Η παραγγελία θα ~θεί κατά την παράδοση.|| Το επίδομα ~εται αναδρομικά. ~θηκε (= εξοφλήθηκε) ένα μέρος από το ποσό.|| Την ~σαν/~θηκε αδρά/ψίχουλα. ~εται με το κομμάτι/με την ώρα. Δεν ~εται αυτά που δικαιούται/όσο θα έπρεπε/τις υπερωρίες. Βλ. ακριβο~, κακο~, καλο~, μοσχο~, ξανα~, προ~, χρυσο~, πληρω-θείς, -μένος, -τέος. ΑΝΤ. εισπράττω (1) 2. (μτφ.) υφίσταμαι τις συνέπειες: ~σε (ακριβά) την απειρία/την άρνησή/τις άστοχες επιλογές του. ~ει τα επίχειρα της επιπολαιότητάς του/το τίμημα της δόξας.|| (+ για) ~σε για τα εγκλήματά/τις πράξεις του (= τιμωρήθηκε). 3. δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τους ~σαν για να μη μιλήσουν. Πβ. λαδώνω, χρηματίζω. 4. ανταποδίδω: Μια δουλειά που δεν ~εται με τίποτα/όσα και να δώσεις. ΣΥΝ. ξεπληρώνω (2) ● ΦΡ.: θα μου το πληρώσεις! (προφ.): θα σε εκδικηθώ: ~ ~ (ακριβά) (γι') αυτό που μου έκανες!, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα: όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους τιμωρούνται για ό,τι κακό έκαναν. ΣΥΝ. εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος, πληρώνω (τα) κερατιάτικα/γαμησιάτικα (αργκό): επωμίζομαι άδικη ή υπερβολική οικονομική χρέωση: Εκείνος προκάλεσε το ατύχημα κι εγώ θα ~ ~; Βλ. κοροϊδίστικα λεφτά., πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο (μτφ.-προφ.): πληρώνω τη ζημιά ή υφίσταμαι τις επιπτώσεις από σφάλματα ή παραλείψεις άλλων, βρίσκω τον μπελά μου χωρίς να φταίω., πληρώνω αμαρτίες βλ. αμαρτία, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα βλ. νόμισμα, πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό βλ. χρυσός [< μεσν. πληρώνω]

φελέκι

φελέκι φε-λέ-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): στη ● ΦΡ.: γαμώ την τύχη/το φελέκι μου (υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης, οργής. ΣΥΝ. γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου [< τουρκ. felek 'μοίρα']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.